Skip to content

souvenir [στιγμιότυπο*002]

151209

custom1

Eπίθεση από μινιατούρα καθεδρικού ναού δέχτηκε εχθές (ο) Ιταλός πρωθυπουργός.

«Eνσωματωμένη στον ηγεμόνα (στο μονάρχη), η εξουσία έδινε σώμα στην κοινωνία. Και εξ αυτού υπήρχε η λανθάνουσα αλλά αποτελεσματική γνώση τού τι ήταν η μια για την άλλη, σε όλη την έκταση του κοινωνικού. Απέναντι σε αυτό το μοντέλο, διαγράφεται το επαναστατικό και άνευ προηγουμένου γνώρισμα της δημοκρατίας. Ο τόπος της εξουσίας καθίσταται ένας τόπος κενός. […] Το ουσιώδες είναι ότι δεν επιτρέπεται στους κυβερνώντες να ιδιοποιηθούν, να ενσωματώσουν την εξουσία. Η άσκησή της υπόκειται στη διαδικασία μιας περιοδικής αναδιακύβευσης. Εξαρτάται από έναν ρυθμιζόμενο συναγωνισμό οι συνθήκες του οποίου διατηρούνται κατά τρόπο μόνιμο. Το φαινόμενο αυτό συνεπάγεται μια θεσμοποίηση της σύγκρουσης. Κενός, ανεπίδεκτος κατάληψης – τέτοιος ώστε κανένα άτομο και καμία ομάδα δεν μπορεί να του είναι ομοούσια – ο τόπος της εξουσίας αποδεικνύεται ανεπίδεκτος αναπαράστασης»[1]. «Η διευθέτηση μιας πολιτικής σκηνής πάνω στην οποία λαμβάνει χώρα ο εν λόγω συναγωνισμός φανερώνει τη διαίρεση, εν γένει, ως συγκροτησιακή της ίδιας της ενότητας της κοινωνίας. Ή, με άλλους όρους, η νομιμοποίηση της καθαρά πολιτικής σύγκρουσης εμπεριέχει την αρχή της νομιμότητας της κοινωνικής σύγκρουσης σε όλες τις μορφές της. Το νόημα ετούτων των μετασχηματισμών, αν κρατήσουμε στη μνήμη μας το μοναρχικό μοντέλο του Παλαιού Καθεστώτος, συνοψίζεται στο εξής: η δημοκρατική κοινωνία θεσμίζεται ως κοινωνία δίχως σώμα, κοινωνία που παρεμποδίζει την παράσταση μιας οργανικής ολότητας»[2].

Έξω από τα χαρακτηριστικά που ο Lefort  διακρίνει θεσμισμένα στη δημοκρατία της σύγχρονης δύσης (και που για την αποσαφήνισή της η Mouffe συλλέγει ένα πλήθος όρων όπως αντιπροσωπευτική ή φιλελεύθερη[3]), ο Κονδύλης επισημαίνει κάποια επίσης γνωρίσματά της που την καθορίζουν ως μαζική (μαζική δημοκρατία δυτικού τύπου), και που δεν αφορούν άμεσα τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται θεσμικά αλλά την πολιτισμική και ιδεολογική της συγκρότηση. «Το κεντρικό γνώρισμα της μαζικής δημοκρατίας, που την ξεχωρίζει από όλους τους προγενέστερους κοινωνικούς σχηματισμούς και την κάνει ένα ιστορικό novum, είναι η υπέρβαση της σπάνης των αγαθών. Μπορεί να υπάρξει μαζική κοινωνία, όμως δεν μπορεί να υπάρξει μαζική δημοκρατία δυτικού τύπου, όταν λείπει εκείνη η περίσσεια υλικών αγαθών, η οποία έχει ως συνέπεια τη σχεδόν αυτόματη σύνδεση της έννοιας του πολίτη (ως citoyen) με την έννοια του καταναλωτή. Βέβαια, δεν πρόκειται για σύνδεση τυπικονομική ή συνταγματική, αλλά για κάτι πολύ βαθύτερο: μια κοινωνία, η οποία ξεπερνά τη σπάνη των αγαθών και θέτει στη διάθεση των μελών της καταναλωτικά αγαθά σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες αναγκαστικά δομείται ως μαζική δημοκρατία»[4]. «Η νέα αντίληψη για το άτομο, με την οποία συναρτώνται σε ουσιώδη σημεία η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής της μαζικής δημοκρατίας, στηριζόταν σε μια προγραμματική αντικατάσταση των αξιών της αυτοπειθάρχησης από τις αξίες της αυτοπραγμάτωσης, οι οποίες από την πλευρά τους έχουν διπλή αναφορά ή διπλή σημασία»[5].

Στο ιστορικό πλαίσιο της δημοκρατίας που ο Κονδύλης ονομάζει μαζική, χρεώνει τα ίδια δύο (μεταξύ άλλων) διακριτικά ο Augé[6], μιλώντας για εξατομίκευση των πεπρωμένων και υπεραφθονία (ειδικότερα των ερεθισμάτων) στην υπερνεωτερικότητα. Μια κρητική αυτού που κοινώς ονομάζουμε εποχή της εικόνας, ενσωματώνει τις παραπάνω αναλύσεις.

Μπορούμε να μιλήσουμε για την επίθεση στο πρόσωπο πρωθυπουργού με όρους εικονοκλαστικούς; Ο Gamboni[7] λέει ότι μνημεία που αναπαριστούν πρόσωπα συμβαίνει να υφίστανται κακομεταχείριση τέτοια σαν να ήταν τα πρόσωπα τα ίδια, θυμίζοντας πρακτικές που στη δική μας παράδοση θα ήταν της τάξης του καψίματος του Ιούδα, πρακτικές δηλαδή συμβολικής κακοποίησης ομοιωμάτων. Είναι προφανές ότι,  στην εποχής της εικόνας, ένα πρόσωπο που διεκδικεί την εξουσιοδότηση της εκπροσώπησης και άρα πρωτίστως την αναγνωρισιμότητά του, υφίσταται καταρχήν ως εικόνα (συχνά δε και ως λογότυπο σε γραμματόσημα και νομίσματα). Ακόμη και ως προσωρινός φορέας, δεν ενσωματώνει απλώς την εξουσία, αλλά την προσωποποιεί, και ακριβέστερα, είναι πρόθεσή του να την προσωπικοποιήσει, να προβάλει δηλαδή ως πολιτικά χαρίσματα τα στοιχεία της προσωπικότητας του. «Από τη στιγμή που αυτή η κουλτούρα της προσωπικότητας ρυθμίζει την πίστη, εκλέγουμε υποψηφίους οι οποίοι είναι αξιόπιστοι […]. (Η) μεγαλύτερη διαστροφή της (κοινωνίας) θεωρείται τώρα πια η απροσωπία της» όπως υποστηρίζει ο Σένετ[8].

Ένας “Μπερλουσκόνι” λοιπόν, δεν είναι ένα επώνυμο πολιτικό υποκείμενο, αλλά ένας ανώνυμος φορέας, ένα πρώην πρόσωπο παγιδευμένο εξ επιλογής εντός μιας “μουτσούνας Μπερλουσκόνι”. Η επίθεση άρα στο πρόσωπό αυτό (και όχι του) δεν είναι η επίθεση εις βάρος κάποιου προσώπου, και άρα δεν απαιτεί έναν ψυχοπαθή (όπως υπογραμμίστηκε από τα μέσα) θήτη. Η προσπάθεια κλινικοποίησης του θύτη είναι μια προσπάθεια επίσης απόδοσης προσωπικότητας, μοναδικής επωνυμίας. Είναι μια απόπειρα εξουδετέρωσης του πολιτικού, του δημόσιου χαρακτήρα της ανάλυσης που η πράξη του επιδέχεται.

Συμπερασματικά, η σπασμένη “μουτσούνα Μπερλουσκόνι” δεν είναι μια εικόνα ωμής βίας, αλλά μια εικονοκλαστική πράξη, αφού το πρόσωπο αυτό αναπαριστά την εξουσία αναπόφευκτα, αφού υφίσταται καταρχήν ως αναπαράσταση, ως φαινόμενο μιας εποχής υπεραφθονίας οπτικών ερεθισμάτων και εξατομικευμένων πεπρωμένων. Ως προσωπικότητα της μαζικής δημοκρατίας, ηθελημένα συγχέεται με το αξίωμα που φέρει, και άρα λιντσάρεται (για να αποπροσωπικοποιηθεί*) ως effigie της εξουσίας, ως ανδρείκελο, και βανδαλίζεται ως άγαλμα, ως σύμβολο “πρωθυπουργού της Ιταλίας”, παράγοντας ως νέο την εικόνα ενός “ματωμένου Μπερλουσκόνι” που ισοδυναμεί με έναν οποιονδήποτε “ματωμένο πρωθυπουργό”.

Δεν είναι αίμα. Δεν είναι κόκκινη μπογιά. Είναι σάλτσα (ντομάτα).


__________________________________________________________________________

[1] Lefort, C., «Το Ζήτημα της Δημοκρατίας» στο Σταυρακάκης, 2008, σ. 60.

[2] ‘Ο.π., σ. 61.

[3] Mouffe, 2004, σ. 67.

[4] Κονδύλης, 2007, σ. 232.

[5] ‘Ο.π., σ. 251.

[6] βλ. και Augé, 1995 και 1999.

[7]«Other analogies with earlier periods have been pointed out in regard to the methods employed in abusing monuments. The fact that figures were often mishandled as if they were living persons harks back to abuses that range from the Late Antique’s executio in effigie to the martyring of statues of saints during the Reformation» (Gamboni, 1997, σ. 63).

[8] Σένετ, 1999, σ. 427.

[*] Το Duluth Lynching Memorial περιγράφεται από τον δημιουργό του ως απόπειρα «επαναπόδωσης των μοναδικών προσωπικοτήτων (των θυμάτων)», προς εξουδετέρωση του τρόπου με τον οποίο το λιντσάρισμά τους τους «αποπροσωπικοποίησε».

One Comment leave one →
  1. pakiboy permalink
    040310 2223

    επί του αντικειμένου…

    http://gourmet-prolet.blogspot.com/2009/12/blog-post_8585.html

Leave a reply to pakiboy Cancel reply